Αλλεργική Ρινίτιδα

Η αλλεργική ρινίτιδα αποτελεί ένα από τα πιο συχνά ωτορινολαρυγγολογικά νοσήματα και θεωρείται σήμερα η δεύτερη συχνότερη χρόνια αναπνευστική νόσος. Η επίπτωσή της παγκοσμίως κυμαίνεται από 7% έως 16%, ενώ στην Ευρώπη η αλλεργική ρινίτιδα επηρεάζει το 23% του πληθυσμού (σχεδόν ένας στους τέσσερεις ανθρώπους).

Ωστόσο, σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι μόλις 1 στους 2 ασθενείς διαγιγνώσκεται και μόνο 1 στους 4 ασθενείς λαμβάνει σωστή και οργανωμένη θεραπεία.

Οι επιπτώσεις της νόσου στην ποιότητα ζωής, δηλαδή οι επιπτώσεις συνολικά στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή του, την απόδοση στην εργασία και στο σχολείο ή και τις κοινωνικές συναναστροφές είναι τεράστιες.

Η αλλεργική ρινίτιδα πρωτοεκδηλώνεται περί το τέλος της παιδικής ηλικίας, σε πολλές, όμως, περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ή και μεταγενέστερα.

Στο 60% των περιπτώσεων υπάρχει οικογενειακό ιστορικό αλλεργίας, έτσι τα παιδιά ενός γονέα με αλλεργική ρινίτιδα έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν αλλεργική ρινίτιδα, ενώ ο κίνδυνος αυξάνεται σημαντικά, αν και οι δύο γονείς έχουν αλλεργική ρινίτιδα.

Αλλεργική ρινίτιδα. Αιτίες

Από άποψη αιτιοπαθογένειας, η αλλεργική ρινίτιδα είναι το αποτέλεσμα της αντίδρασης του οργανισμού σε ουσίες, οι οποίες καλούνται αεροαλλεργιογόνα, μιας υπερβολικής -δηλαδή- και λάθος εκτίμησης του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι «αβλαβών» ουσιών (αεροαλλεργιογόνα) που αναγνωρίζονται από αυτό ως «βλαβερά» ή «επικίνδυνα». Τα συνηθέστερα αλλεργιογόνα που έχουν ενοχοποιηθεί ως πρόκληση των παραπάνω αλλεργικών διεργασιών είναι οι γύρεις χόρτων, γρασίδια, αγρωστώδη (πάνω από 600 είδη στον Ελλαδικό χώρο) και ζιζάνια (γκαζόν, αγριάδα, περδικάκι κ.α.), γύρεις δέντρων (κυπαρίσσια, ελιά, φράξος, ιτιά, λεύκα κ.α.), τα ακάρεα της οικιακής σκόνης, επιθήλια κατοικιδίων  (σκύλου και γάτας), οι μύκητες Alternaria, Cladosporium και γενικά η μούχλα και η υγρασία της ατμόσφαιρας.

Αλλεργική ρινίτιδα. Συμπτώματα

Τα συμπτώματα που προκαλεί συνήθως η αλλεργική ρινίτιδα είναι:

  • ρινική συμφόρηση ή απόφραξη (μπουκωμένη μύτη),
  • υδαρή ρινόρροια (μύτη που τρέχει «σαν νερό»),
  • ρινικό κνησμό (φαγούρα στη μύτη),
  • παροξυσμικούς πταρμούς (φταρνίσματα),
  • κνησμός στη μαλθακή υπερώα (φαγούρα στο λαιμό),
  • ενώ από τα μάτια συνήθως εμφανίζεται δακρύρροια, κνησμός, ερυθρότητα και καύσος.

Η ρινική καταρροή και η οπισθορρινική έκκριση προκαλούν, συχνά, επίμονο ξηρό βήχα, βράγχος φωνής και ερεθισμό του κατώτερου αναπνευστικού, ενώ η «μπουκωμένη μύτη» επηρεάζει συχνά την όσφρηση, μειώνοντάς την, αλλοιώνοντας κατά συνέπεια και τη γεύση.

Καθώς η μύτη δυσλειτουργεί με χρόνιο τρόπο, ο ασθενής είναι δυνατόν να εμφανίσει χρόνια στοματική αναπνοή, με αποτέλεσμα χρόνια ξηρότητα των βλεννογόνων του στόματος και του φάρυγγα (στεγνός λαιμός), διαταραχές ύπνου, ροχαλητό και υπνική άπνοια, δυσλειτουργία ευσταχιανής σάλπιγγας και εκκριτική ωτίτιδα (υγρό στο αυτί με αποτέλεσμα την αίσθηση ότι έχουμε βουλωμένα αυτιά) και παραρρινοκολπίτιδα (ιγμορίτιδα), συχνά με ρινικούς πολύποδες.

Μια άλλη σημαντική πάθηση που είναι αποδεδειγμένο ότι συνδέεται με την αλλεργική ρινίτιδα είναι το βρογχικό άσθμα. Επιστημονικά δεδομένα έχουν αποδείξει την αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης άσθματος σε άτομα που πριν έπασχαν μόνο από αλλεργική ρινίτιδα, η οποία δεν αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς, και αντίστροφα μείωση του κινδύνου εμφάνισης άσθματος, όταν η αλλεργική ρινίτιδα αντιμετωπίσθηκε έγκαιρα και σωστά.

Γενικά, τα συμπτώματα και οι επιπλοκές της αλλεργικής ρινίτιδας επηρεάζουν άμεσα την ποιότητα ζωής των ασθενών, δυσκολεύοντας την καθημερινότητά τους. Οι ασθενείς αυτοί εμφανίζουν συνήθως χρόνια κόπωση, ευερεθιστότητα, πονοκεφάλους, με έντονο αντίκτυπο στη ζωή και την εργασία τους (μειωμένη επίδοση στη δουλειά ή το σχολείο), ενώ είναι, συχνά, πιο ευαίσθητοι στις λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος και παρουσιάζουν, συνήθως, σοβαρότερα συμπτώματα όταν αρρωστήσουν από άλλη αιτία.

Φυσικά, στον κάθε ασθενή μπορούν να εμφανιστούν όλα ή μόνο κάποια από τα παραπάνω, με την βαρύτητα της κλινικής εικόνας να διαβαθμίζεται από ήπια σε σοβαρή.

Αλλεργική ρινίτιδα. Διάγνωση

Η διάγνωση της αλλεργικής ρινίτιδας βασίζεται κυρίως στην προσεκτική και επιμελή λήψη ενός ολοκληρωμένου ιστορικού από τον ωτορινολαρυγγολόγο, που θα διαπιστώσει το είδος, τη διάρκεια, την έναρξη και τις ιδιαιτερότητες των συμπτωμάτων.

Η κλινική εξέταση περιλαμβάνει μια συνολική εξέταση της μύτης και των παραρρινίων κόλπων. Συγκεκριμένα απαιτείται εκτός των άλλων οπωσδήποτε ενδοσκόπηση της ρινικής κοιλότητας, ώστε να αναδειχθούν όλοι οι παράγοντες που ενδεχομένως να επιδεινώνουν την ρινική αλλεργία ή να προκαλούνται από αυτή (π.χ. ρινικοί πολύποδες, υπερτροφία ρινικών κογχών κ.λπ.).

Όταν χρειάζεται,  ο ωτορινολαρυγγολόγος μπορεί να κάνει και ορισμένες εργαστηριακές δοκιμασίες για τον βέλτιστο στρατηγικό σχεδιασμό της πρόληψης και της θεραπείας, ενώ σπάνια μπορεί να χρειαστεί απεικονιστικός έλεγχος, είτε με αξονική είτε με μαγνητική τομογραφία, για να μελετηθεί πιο ολοκληρωμένα η νόσος, ειδικά σε περιπτώσεις συνύπαρξης με χρόνια παραρρινοκολπίτιδα.

Αλλεργική ρινίτιδα. Αντιμετώπιση

Όσον αφορά τη θεραπευτική προσέγγιση, ο τρόπος αντιμετώπισης της αλλεργίας βασίζεται κυρίως στο τρίπτυχο

  • αποφυγή αλλεργιογόνου,
  • φαρμακευτική θεραπεία, και
  • υπό προϋποθέσεις ανοσοθεραπεία,

ενώ η χειρουργική αντιμετώπιση έχει ένδειξη, κυρίως, σε ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα, που έχουν παράλληλα ανατομικές ανωμαλίες στην κατασκευή της μύτης ή επικουρικά της φαρμακευτικής αγωγής (π.χ. κογχοπηξία).

Βασικό στην αντιμετώπιση της αλλεργικής ρινίτιδας είναι η προσπάθεια αποφυγής των υπευθύνων αλλεργιογόνων, ωστόσο πρέπει να κατανοηθεί ότι, συνήθως, η πλήρης αποφυγή των αλλεργιογόνων είναι ουτοπική. Σε κάποιες βολικές περιπτώσεις (π.χ. αλλεργία στα επιθήλια ζώων (γάτα, σκύλος), που προτείνεται εκτός των άλλων η απομάκρυνση του ζώου) υπάρχει η δυνατότητα παρέμβασης, ενώ σε άλλες (π.χ. γύρεις ή ακάρεα) τα πράγματα είναι σαφώς δυσκολότερα. Για παράδειγμα, οι γύρεις ταξιδεύουν με τον άνεμο δεκάδες χιλιόμετρα, συνεπώς, η αποφυγή τους είναι αδύνατη, ενώ οι σύγχρονες συνθήκες κατοικίας και διαβίωσης καθιστούν ανέφικτη και την πλήρη αποφυγή των ακάρεων.

Η φαρμακευτική θεραπεία έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της αλλεργικής ρινίτιδας και έχει νόημα να ξεκινάει πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων. Εκτός των ειδικών φαρμάκων, συχνά περιλαμβάνει και πλύσεις με τα ειδικά σπρέι θαλασσινού νερού για το μηχανικό καθαρισμό και την απομάκρυνση των ρινικών αλλεργιογόνων.

Η ανοσοθεραπεία (ενέσιμη ή υπογλώσσια) αποτελεί την αιτιολογική θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας και συνήθως διαρκεί 3-5 χρόνια. Ουσιαστικά συνίσταται στη χορήγηση σταδιακά αυξανόμενων δόσεων παράγωγου αλλεργιογόνου σε έναν ασθενή με σκοπό τη βελτίωση ή εκρίζωση των συμπτωμάτων του που οφείλονται σε αυτό. Μειονεκτήματα της ανοσοθεραπείας είναι ο κίνδυνος τοπικών, αλλά κυρίως συστηματικών αντιδράσεων, και η μακρά διάρκεια της θεραπείας, ειδικά σε ασθενείς που είναι αλλεργικοί σε περισσότερα αλλεργιογόνα. Η ανταπόκριση στην ανοσοθεραπεία και η διάρκεια της ύφεσης των συμπτωμάτων μετά το τέλος της ποικίλλουν, ενώ δεν είναι κατάλληλη για όλες τις περιπτώσεις.

Σε κάθε περίπτωση, ο ασθενής θα πρέπει να εκτιμηθεί από τον ειδικό ωτορινολαρυγγολόγο, ώστε να αναλυθούν όλες οι δυνατές εναλλακτικές με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους και να σχεδιαστεί ένα θεραπευτικό πλάνο που θα αντιστοιχεί στις ανάγκες του και θα είναι ασφαλές.

Shopping Basket